- φιλοψυχήσομεν
- φιλοψῡχήσομεν , φιλοψυχέωlove one's lifeaor subj act 1st pl (epic)φιλοψῡχήσομεν , φιλοψυχέωlove one's lifefut ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοψυχώ — έω, Α [φιλόψυχος] αγαπώ υπερβολικά τη ζωή μου, είμαι δειλός («πότερα μαχούμεθ ἢ φιλοψυχήσομεν τὸν κατθανόντ ὁρῶντες οὐ τιμώμενον;», Ευρ.) … Dictionary of Greek